- βράδυ
- το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν)1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτοςνεοελλ.φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώςβ) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα το βράδυ» — δεν τηρούν τον λόγο τουςγ) «όλη μέρα αλέθαμε και το βράδυ πίτουρα» — άδικα μοχθήσαμε(ως επίρρ.) μσν.-νεοελλ. κατά το βράδυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βραδύ, ουδ. του επιθ. βραδύς*, με αναβιβασμό του τόνου. Η σημασιολογική εξέλιξη της λ. είναι προφανής, δεδομένου ότι το βράδυ φανερώνει το τέλος της ημέρας, αυτό που έρχεται αργά, που αργοπορεί, δηλ. το καθυστερημένο, το όψιμο. Σημειώνεται ότι ορθότερη είναι η γραφή της λέξης (και των παραγώγων της) με -υ (βράδυ). Η γραφή με -ι οφείλεται στην κλίση της λέξης κατά τα πολλά ουδέτερα σε -ι (πρβλ. λάδι, χάδι, μάτι κ.λπ.].ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. βραδιάζω, βραδινόςνεοελλ.βραδάκι, βράδιασμα, βραδιάτικος, βραδινός].
Dictionary of Greek. 2013.